- πολωσιμετρία
- η, Νχημ. μέθοδος ποσοτικών προσδιορισμών η οποία στηρίζεται στη μέτρηση τής γωνίας στροφής τού επιπέδου πόλωσης τού πολωμένου φωτός μετά τη διέλευσή του μέσα από ορισμένα διαφανή υλικά, τεχνική που χρησιμοποιείται κυρίως στη σακχαροβιομηχανία καθώς και για τον ποσοτικό προσδιορισμό και τον έλεγχο τής καθαρότητας οργανικών και ανόργανων ενώσεων που είναι οπτικώς ενεργές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλωσις + -μετρία*, αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polarimetry < νεολατ. polaris (< λατ. polus «πόλος») + μετρώ].
Dictionary of Greek. 2013.